- αγχίνους
- -ουν (Α ἀγχίνους και ασυναίρ. ἀγχίνοος -οον)αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, εύστροφο νου, ο έξυπνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νοῦς.ΠΑΡ. ἀγχίνοια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγχίνους — ο, η γρήγορος στη σκέψη, έξυπνος: Είναι άνθρωπος αγχίνους, αλλά καθόλου εργατικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγχίνους — ἀγχίνοος ready of wit masc/fem nom pl ἀγχίνοος ready of wit masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
острыи — (58) пр. 1.Имеющий острый, сильно отточенный край, ребро: бь˫аше ст҃ѹю ѡстрымь камениѥмь. ПрЛ 1282, 17г; и черепы острыми стръгаша ˫а. Там же, 126б; по семь положиш(а) и на остры(х) черепина(х). ПрЮр XIV2, 37а; ра(д)iсѧ кнѧземъ нашимъ высоки… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek
αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… … Dictionary of Greek
αγχίφρων — ἀγχίφρων, ον (Α) ο αγχίνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + φρήν] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
πινυτόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.) 2. ευφυής, αγχίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek